- θυσάνους
- θύσανοςtasselmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθύσανος — εὐθύσανος, ον (Α) με ωραίους θυσάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θύσανος] … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] … Dictionary of Greek
θυσανωτός — ή, ό (Α θυσανωτός, ή, όν) [θύσανος] αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός … Dictionary of Greek
θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
μαργαρώδης — ώδες (Μ μαργαρώδης, ῶδες) [μάργαρος] αυτός που μοιάζει με μάργαρο ή με μαργαριτάρι («τοὺς μαργαρώδεις τῆς ἀληθείας λόγους», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. φρ. «μαργαρώδη νέφη» (μετεωρ.) ακίνητα σχεδόν νέφη που μοιάζουν με θυσάνους ή με φακοειδείς… … Dictionary of Greek
πολυθύσανος — η, ο / πολυθύσανος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλούς θυσάνους, πολλές φούντες («Ἄρτεμι πολυθύσανε κούρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θύσανος «φούντα» (πρβλ. ευ θύσανος)] … Dictionary of Greek
πολυχαίτης — ο, ΝΑ αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη νεοελλ. 1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες 2. φρ. «υπόθεση… … Dictionary of Greek
σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] … Dictionary of Greek
σφενδονίζω — ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν [σφενδόνη] ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω μσν. παθ. σφενδονίζομαι στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῡ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.) … Dictionary of Greek